Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Δεν είναι τα κόμματα, ηλίθιε. Είναι το κράτος



Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Τα δελτία τύπου της Χρυσής Αυγής δεν προσφέρονται, καθαυτά, για βαθυστόχαστα πολιτικά συμπεράσματα. Το ενδιαφέρον τους έγκειται κυρίως σε όσα υπονοούν και λιγότερο σε αυτά που δηλώνουν.

 Με αφορμή λοιπόν την «παραγωγή» της τελευταίας εβδομάδας, αξίζει να σταθούμε σε δύο παραδείγματα που, άσχετα με τις προθέσεις των συντακτών τους, μιλούν περισσότερο μέσα από παραλείψεις και κλισέ –και παραδόξως, λένε ενδιαφέροντα πράγματα.

Το πρώτο έχει να κάνει με την καταγγελία του εξημερωμένου «ΣΥΡΙΖΑ εξωτερικού» (όπως θα το έθετε η Ομάδα «Αλήθειας» της ΝΔ), με αφορμή το ταξίδι Τσίπρα στις ΗΠΑ∙ ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορείται ότι αντί να καταπιάνεται με «τα προβλήματα του Έλληνα», κάθεται και τρέχει πίσω από τον Σόιμπλε και το ΔΝΤ. Το δεύτερο αφορά τις αποστάσεις της ΧΑ από την απεργία των εργαζομένων στο μετρό∙ μια απεργία που ο «ΣΥΡΙΖΑ εσωτερικού» υποστήριξε κόντρα στην επιστράτευση, ακριβώς γιατί ασχολείται με «τα προβλήματα του Έλληνα», σε αντίθεση με τη ΧΑ, που ανακαλύπτει στη σχετική ανακοίνωσή της μια ακόμα αμαρτία των «πολιτικάντηδων του κομματικού κράτους».

Καταγγέλλοντας με το ένα χέρι την περίφημη «κομματικοποίηση του κράτους», και με το άλλο τη μετατροπή του «Τσίπρα-Τσε Γκεβάρα σε bussines class επαναστάτη», σαρκάζοντας δηλαδή την  υποτιθέμενη ενσωμάτωση ενός κόμματος της Αριστεράς στις νόρμες της (δια)κρατικής πολιτικής, η Χρυσή Αυγή θίγει άθελά της ένα σημαντικό πρόβλημα. Ποιος, τελικά, είναι που «διαβρώνει» ποιον στην πραγματικότητα: το κόμμα το κράτος, ή το κράτος το κόμμα; Γιατί, για παράδειγμα, η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι το πιθανότερο σενάριο πριν καν αναλάβει την κυβέρνηση, και γιατί πάνω σ΄ αυτό το σενάριο Δεξιά και Ακροδεξιά παίζουν τα ρέστα τους, με κάθε πιθανή ή απίθανη αφορμή; 

***

Ειδικά η Χρυσή Αυγή διαθέτει μια πολύτιμη παρακαταθήκη, που δεν της επιτρέπει να αγνοεί τα πεπερασμένα όρια της «κομματικοποίησης» του κράτους, και αντίστοιχα, τις πολλαπλάσιες δυνατότητες κρατικοποίησης και του πλέον «επαναστατικού» κόμματος –όπως, τουλάχιστον, αυτοπροσδιορίζονταν στην εποχή τους φαιοχίτωνες και μελανοχίτωνες.

Στη Γερμανία, το ξεπάστρεμα των Αδελφών Στράσσερ, της αριστερής πτέρυγας του NSDAP που δυσανασχετούσε με τις παραχωρήσεις των ναζί στους συντηρητικούς, αλλά και το «άδειασμα» των μικροαστών, που τόσο και τόσα είχαν στηρίξει στην άνοδο του Χίτλερ, ήταν η πλέον εύγλωττη παραδοχή των εθνικοσοσιαλιστών ότι το γερμανικό κράτος έχει συνέχεια. Η συνέχεια αυτή αποδείχτηκε ισχυρότερη από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, που έχασε, συχνά πριν καν τις δώσει, διαδοχικές αναμετρήσεις με τη διοίκηση, το στρατό, την εκκλησιαστική ιεραρχία –στην ουσία, όμως, με τις κοινωνικές τάξεις που, μέσω των μηχανισμών αυτών, διεκδικούσαν για λογαριασμό τους μερίδιο στη νέα εξουσία. Καθώς το NSDAP βρισκόταν εκεί που βρισκόταν ως κόμμα του κράτους, ως κόμμα «επιλεγμένο», δηλαδή, από τις κυρίαρχες τάξεις της εποχής του, δεν θα μπορούσε να επιβάλει μονομερώς τα όρια ούτε αυτό.
 
Αυτά, ωστόσο, καθόλου δεν αναιρούσαν το ρόλο του NSDAP στο ναζιστικό καθεστώς. Το ναζιστικό κόμμα καθοδήγησε επί μακρόν τη μαζική τρομοκρατία επί των αντιπάλων του, υπήρξε ιδεώδης μηχανισμός πρόσδεσης της γερμανικής κοινωνίας στο κράτος, αποτελεσματικότατο όχημα για την κινητοποίηση του «λαού» και σπάνιο εργαλείο για την εμπέδωση των αξιών του καθεστώτος.

Στην Ιταλία πάλι, ένα χρόνο πριν από την είσοδο των Συμμάχων στη χώρα και την ήττα του φασισμού (1942), το 61% της ιταλικής κοινωνίας, ήτοι 27.375.696 άνθρωποι (άνδρες, γυναίκες και παιδιά από την ηλικία των έξι χρόνων), ήταν οργανωμένοι στο Εθνικό Φασιστικό Κόμμα. Στην ιεραρχία του καθεστώτος, ο γραμματέας του κόμματος ήταν το νούμερο δύο μετά τον Ντούτσε, ενώ η κομματική ταυτότητα ήταν το «διαβατήριο» για τη συμμετοχή των ιταλών στους διαγωνισμούς για τη δημόσια διοίκηση, και μέλη του κόμματος χρεώνονταν ένα σωρό κρατικές αρμοδιότητες, από την εποπτεία του εμπορίου μέχρι την οργάνωση της διοίκησης στις ιταλικές αποικίες της Αφρικής. Στα χρόνια αυτά, η ταυτότητα του μέλους ήταν το ισοδύναμο της αστυνομικής ταυτότητας, το δε Μεγάλο Συμβούλιο ήταν το σώμα που ενοποιούσε το κόμμα με την άσκηση της εξουσίας, συντονίζοντας συνολικά το κυβερνητικό έργο. 

Παρά τις κατά καιρούς εντάσεις, την πλήρη υπαγωγή του κόμματος στο κράτος και την κατάργηση κάθε έννοιας εσωκομματικής δημοκρατίας, κυρίως δε, μολονότι ο Μουσολίνι είχε από χρόνια θέσει στην παρανομία τα αντίπαλα κόμματα, ο ίδιος δεν διανοήθηκε ποτέ να διαλύσει το PNF. Επρόκειτο για το κόμμα χάρη στο οποίο έπαιξε αρχικά με τους κανόνες του φιλελευθερισμού (και τον κέρδισε), χάρη στο οποίο κατόρθωσε να κερδίσει τις καρδιές των ιταλών, και χάρη στο οποίο κατέκτησε τελικά την εξουσία. Το διατήρησε, λοιπόν, γιατί το έβλεπε ως «το συνειδητό όργανο της βούλησης του κράτους»: ως όχημα για να φτάσει το κράτος μέχρι και το τελευταίο άτομο. Σκοπός ήταν, μέσω του κράτους, μέσω δηλαδή «της νομικής ολοκλήρωσης του έθνους», και το τελευταίο άτομο να γίνει «πρόσωπο». 

Το μείζον για τους προπάτορες της Χρυσής Αυγής δεν ήταν το κόμμα, αλλά το κράτος: «Η πρότασή μας είναι: τα πάντα μέσα στο κράτος, τίποτε έξω από το κράτος, τίποτε ενάντια στο κράτος», έλεγε ο Μουσολίνι τον Οκτώβριο του 1925. Όμως χωρίς το κόμμα, χωρίς δηλαδή τον οργανωτή εκείνων των διαταξικών συμμαχιών που καταργούσαν την αυτονομία της εργατικής τάξης, την ενσωμάτωναν στο κράτος και «υλοποιούσαν» έτσι το τέλος της πάλης των τάξεων (την ενότητα του έθνους), όλα αυτά θα ήταν στον αέρα.

***

Το θέμα δεν είναι βεβαίως η «ανειλικρίνεια» της Χρυσής Αυγής, όταν αυτή καταγγέλλει συλλήβδην «τα κόμματα» και το διαβρωτικό τους ρόλο σε σχέση με το κράτος. Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι η σύμπτωση νέων φιλελεύθερων, νεοσυντηρητικών και νεοναζιστών σε ό,τι αφορά την καταγγελία της «κομματικοποίησης του κράτους» -μια σύμπτωση που, παρεμπιπτόντως, προδίδει και τα όρια της νεοναζιστικής «αντισυστημικότητας». 

Τα λογικά αδιέξοδα αυτής της καταγγελίας και η επικινδυνότητα αυτής της σύμπτωσης έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από την όποια «συνέπεια» της ακροδεξιάς, γιατί στην «αντικομματοκρατική» λογική που συμμερίζονται από κοινού ακροδεξιοί και κεντρώοι, το κράτος είναι «κομματικό» κυρίως όταν κινητοποιούνται απέναντί του οι «εργατοπατέρες» (οι εγκάθετοι, δηλαδή, των κομμάτων που επιβάλλονται στα συνδικάτα)∙ είναι όμως «απλά κράτος» όταν ο κατασταλτικός του μηχανισμός απαγορεύει τις απεργίες ή ξυλοφορτώνει τους απεργούς. Κάθε ένδειξη αυτονομίας και πολιτικής χειραφέτησης της εργατικής τάξης είναι, γι’ αυτούς, οιονεί κίνδυνος για την ενότητα του κράτους∙ όλως περιέργως όμως, κάθε τέτοιος κίνδυνος είτε καταστέλλεται εν τη γενέσει του, είτε αυτοί που τον εκπροσωπούν (εν προκειμένω ο ΣΥΡΙΖΑ) είναι ύποπτοι προδοτικών συμβιβασμών και ενσωμάτωσης∙ στη λογική αυτή δεν υπάρχει χώρος για «ανεύθυνους». 

Ενσωμάτωση, όμως, σε τι - και εξαιτίας ποιων εκβιασμών; Οι αντικομματικοί μας το κρατάνε μυστικό. Το θέμα είναι ότι ο μόνος ρόλος που φαίνεται να «επιτρέπουν» σε ένα κόμμα είναι αυτός της εκλαΐκευσης της κρατικής στρατηγικής – ακόμα κι αν αυτή η ευθυγράμμιση/ομογενοποίηση των κομμάτων οξύνει την κρίση εκπροσώπησης, ευνοώντας την αντιπολιτική και το φασισμό. Η «κανονικοποίηση» της ΝΔ του Σαμαρά, η απελπιστική εξημέρωση της ΔΗΜΑΡ, και η …αυθόρμητη διάσπαση των Ανεξαρτήτων Ελλήνων περί αυτών συνηγορούν.

Από άλλη σκοπιά, οι διαδοχικές προκλήσεις στις οποίες υποβάλλει την εναπομείνασα δημοκρατία η Χρυσή Αυγή, είναι τεκμήριο «μη ενσωμάτωσης». Κανένα «αντικομματικό» μυαλό, όμως, δεν απορεί γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ «ενσωματώνεται» (στ’ αλήθεια ή όχι, αδιάφορο), και γιατί ο ρόλος που επιφυλάσσεται στην Αριστερά είναι στην καλύτερη αυτός της ΔΗΜΑΡ, την ίδια στιγμή που η ΧΑ μπορεί να μάχεται το «σύστημα» ανενόχλητη, συμπληρώνοντας ή παραβλέποντας διακριτικά την κρατική ανομία. 

Σε όλες αυτές της περιπτώσεις, η επίτευξη ή μη της ενσωμάτωσης είναι συνάρτηση της «ανοχής» των κρατικών μηχανισμών: του πόσο αυτοί «επιτρέπουν» την απροθυμία του ενός ή του άλλου κόμματος να ενσωματωθεί, και βεβαίως της ισχύος των αντιστάσεων που βρίσκουν. Αυτή η αφομοιωτική λειτουργία των κρατικών μηχανισμών, και στις μέρες μας η συμβατότητά τους με τον δεξιό εξτρεμισμό, είναι που απουσιάζει εκκωφαντικά από τις καταγγελίες της «κομματικοποίησης του κράτους». Γιατί σε άλλη περίπτωση, θα έπρεπε να μιλήσουμε για το κράτος αυτό ως αστικό, όχι δηλαδή αφηρημένα «κομματικό» - και, σε κάθε περίπτωση, σίγουρα ως κράτος υποχρεωμένο να «επιλέγει» κόμματα σε συγκεκριμένους ρόλους, ανάλογα πάντα με τις «δεξιότητές» τους.

Πηγή: www.rednotebook.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου