Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Κρίση και πολιτικό σύστημα



Του Παναγιώτη Πάντου

Παρέμβαση στην ομότιτλη διημερίδα που διοργάνωσε το Μορφωτικό Ιδρυμα τη ΕΣΗΕΑ στις 30 και 31 Οκτωβρίου 2012 

Εισαγωγή


Παρότι η λέξη «κρίση» αποτελεί έναν όρο πασπαρτού, που σημαίνει πολλά και τίποτα, δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολιτικός επιστήμονας για να διαπιστώσει ότι δικαίως συνδέεται με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το ελληνικό πολιτικό σύστημα,

 που χαρακτηρίζεται από αδυναμία λειτουργίας με βάση τους θεσπισμένους κανόνες, αδυναμία πειθούς, αδυναμία αναπαραγωγής της εξουσίας του, αλλά ακόμη και αδυναμία αυτοδύναμης διοίκησης της χώρας, καθώς όλο και περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονται από εξωκυβερνητικούς θεσμούς (χαρακτηριστική είναι π.χ. η απόφαση για υπογραφή μνημονίων ανάμεσα στο Υπουργείο Οικονομικών και τα υπόλοιπα υπουργεία· σαν να μας λένε ότι υπάγονται σε διαφορετικές κυβερνήσεις…).

Συνέπεια αυτής της πολιτικής κρίσης είναι ότι το κράτος επιχειρεί να αποτρέψει ενδεχόμενες ανατροπές με νομοθεσία «εκτάκτου ανάγκης», επίκληση του δημοσίου συμφέροντος για την παράκαμψη κάθε διαφωνίας προς τις αποφάσεις του, ένταση του αστυνομικού αυταρχισμού (καθώς έχει καταστεί πλέον σαφές από αρμόδια χείλη ότι δεν έχουμε να κάνουμε με αστυνομική αυθαιρεσία αλλά με πολιτική επιλογή), αποστασιοποίηση από βασικές αξίες του δυτικού πολιτισμού (όπως έγινε εμφανές π.χ. από την ανύπαρκτη αντίδραση της κυβέρνησης στα βασανιστήρια στη ΓΑΔΑ), και με μπόλικη δημαγωγία που επιχειρεί να κάνει το άσπρο μαύρο.

Οι αιτίες

Όλα τα παραπάνω αποτελούν βέβαια λίγο πολύ κοινό τόπο για κάθε ψύχραιμο αναλυτή της κατάστασης. Παραμένει όμως ανοικτό ζήτημα το «τι φταίει για όλα αυτά», καθώς πολλές πλευρές διαβάζουν επιλεκτικά το φαινόμενο και συγχέουν, ηθελημένα ή μη, τα αίτια με τα συμπτώματα της πολιτικής κρίσης. Υποθέτω άλλωστε ότι αυτή είναι και η πρόθεση του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ σήμερα, η διερεύνηση δηλαδή αυτών των αιτιών, γι’ αυτό και θα προσπαθήσω να εστιάσω σε τρία κομβικά ζητήματα:

1)  Πρώτη και κύρια αιτία της πολιτικής κρίσης είναι η οικονομική κρίση. Και αυτό το λέω έχοντας επίγνωση ότι ένα κομμάτι του συστήματος εξουσίας προσπαθεί συστηματικά να καλλιεργήσει την άποψη ότι φταίει οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτήν. Ένα άλλο τμήμα πάλι υποστηρίζει ότι η οικονομική κρίση είναι απλώς η αφορμή για να βγουν στην επιφάνεια με τον πλέον δραματικό τρόπο οι προϋπάρχουσες ανεπάρκειες του ελληνικού κράτους.

Κατά τη γνώμη μου (και αφήνοντας στην άκρη το ότι οι υποστηρικτές αυτών των απόψεων συνέκλιναν τα προηγούμενα χρόνια σε μεγάλο βαθμό στην εκτίμηση ότι ο δικομματισμός τα κατάφερνε μια χαρά και ότι τα προβλήματα δεν ήταν δα και τόσο σοβαρά που να απαιτούν βαθιές αλλαγές, κάτι που προφανώς δεν ήταν και τόσο αθώο) καμία από τις δύο αυτές απόψεις δεν είναι σωστή.

Η παγκόσμια οικονομική κρίση, έκφανση της οποία είναι η ελληνική παρά τις (εθνικές) ιδιαιτερότητές της, αποτελεί κρίση του ηγεμονικού μοντέλου του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, του συστήματος δηλαδή που ορίζει το βασικό πλαίσιο του τρόπου οργάνωσης της οικονομικής, της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής. Και είναι μια κρίση επιβίωσης, που αμφισβητεί σε πρακτικό αλλά και σε ιδεολογικό επίπεδο τη βασική αρχή του, ότι δηλαδή είναι δυνατό να κερδοσκοπούμε επ’ άπειρον και σε όλα τα επίπεδα, χωρίς καμία ρύθμιση. Η πραγματικότητα ήρθε σε απόλυτη σύγκρουση με τις δοξασίες περί απόλυτης ελευθερίας του κεφαλαίου, και οι επιπτώσεις αυτής της τομής δεν θα μπορούσε να περιοριστούν μόνο στην οικονομία.

Το μνημόνιο άλλωστε δεν αποτελεί μόνο ένα οικονομικό πλαίσιο εκτάκτου ανάγκης, αλλά και ένα πολιτικό πλαίσιο για την αναδιάρθρωση του κράτους με τρόπο ιδιαίτερα μεροληπτικό σε ταξικό επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση Μέρκελ παρότι θεωρητικά αποδίδει τα σημερινά προβλήματα της χώρας μας στην κακοδιαχείριση και τη διαφθορά, φρόντισε να προφυλάξει τα επιχειρηματικά της στελέχη που παρανόμησαν στην Ελλάδα και που γνωρίζουν τις διαδρομές του μαύρου χρήματος, και να καταστήσει σαφές στις εκλογές του Ιουνίου ότι δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να συνεχίσει να συνεργάζεται με πολιτικά στελέχη που συμμετείχαν στο πάρτι.

Έτσι, το μνημόνιο δρα διαλυτικά στη λεγόμενη κοινωνική συνοχή, στις σχέσεις που είχαν διαμορφωθεί ανάμεσα στους ανθρώπους και τις κοινωνικές τάξεις, στην αλληλεπίδραση όλων αυτών με το κράτος και τον πολιτικό κόσμο, και τελικά στις σχέσεις εκπροσώπησης, που αποτελούν τη βάση ενός δημοκρατικού συστήματος. Τα τελευταία τρία χρόνια διαλύονται, ανασυγκροτούνται και κυρίως επανανοηματοδοτούνται παγιωμένες κοινωνικές αξίες, στάσεις, συμπεριφορές και προτεραιότητες, και μάλιστα προς όλες τις δυνατές κατευθύνσεις.

2) Η δεύτερη αιτία αφορά ευθέως το θεσμικό επίπεδο. Οι κυβερνήσεις, αδυνατώντας να διασφαλίσουν τη λαϊκή συναίνεση για την πολιτική τους και μη μπορώντας να αντέξουν οποιαδήποτε διαφοροποίηση από αυτή, προχωρούν σε μια ευρεία μεταρρύθμιση του κράτους επί το αυταρχικότερο. Όχι μόνο στηρίζονται όλο και περισσότερο σε νομοθετήματα έκτακτου χαρακτήρα που εισάγουν παρεκκλίσεις από τις αρχές του προηγούμενου πλαισίου (π.χ. για τα εργασιακά δικαιώματα, την ισότιμη φορολόγηση, την προστασία του περιβάλλοντος, τη χωροταξία, τις πολιτικές ελευθερίες κ.λπ.), αλλά επίσης ενορχηστρώνουν τον ευνουχισμό άλλων κρατικών θεσμών που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τους πολίτες προκειμένου να επηρεάσουν την πολιτική της, όπως είναι η δικαιοσύνη, η τοπική αυτοδιοίκηση, τα πανεπιστήμια. Έτσι, μέσα από τις πολιτικές που εφαρμόζονται για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης διαμορφώνεται ένας νέος αυταρχικός κρατισμός, για να θυμηθούμε τον Νίκο Πουλαντζά, γεγονός που από μόνο του θέτει το πολιτικό σύστημα σε αμφισβήτηση.

Σε μια δημοκρατία η πολιτική δεν αποφασίζεται μόνο κάθε τέσσερα χρόνια με τις εκλογές, αλλά καθημερινά μέσα από ένα σύνθετο σύστημα κοινωνικών και πολιτικών αλληλεπιδράσεων, όπου ρόλο έχουν τα άτομα, οι συλλογικότητές που δημιουργούν, τα μέσα διαμαρτυρίας και διεκδίκησης των αιτημάτων τους, οι θεσμοί του κράτους κ.λπ.  Ακόμη και όταν μια διεκδίκηση δεν τελεσφορεί, η δυνατότητα αξιοποίησης ενός τέτοιου εύρους μηχανισμού δημιουργεί συναινέσεις και νομιμοποίηση της άποψης που τελικώς επικρατεί. Όταν λοιπόν, όπως σήμερα, μία προς μία αυτές οι δυνατότητες επηρεασμού και συνδιαμόρφωσης των πολιτικών αποφάσεων αδρανοποιούνται, είναι λογικό το κούφιο από δημοκρατία πολιτικό κέλυφος που απομένει να αδυνατεί να παίξει σταθεροποιητικό ρόλο για το πολιτικό σύστημα, και οι πολίτες να αναζητούν άλλους, εξωθεσμικούς, τρόπους για να ακουστεί η φωνή τους, σταματώντας να αναγνωρίζουν στον πολιτικό κόσμο το ρόλο του εκπροσώπου τους.

3) Σε άμεση συνάρτηση με τα προηγούμενα, γίνεται όλο και περισσότερο μια τελετουργική επίκληση εννοιών όπως η δημοκρατία, η ισότητα και η δικαιοσύνη. Έτσι, για παράδειγμα, δημοκρατία είναι η νομοθέτηση διά προεδρικών διαταγμάτων, η ψήφιση νόμων από βουλευτές που δηλώνουν δημοσίως ότι διαφωνούν με αυτά που ψηφίζουν, η αυτοαναίρεση της Βουλής με την παραχώρηση εξουσίας λήψης κορυφαίων αποφάσεων για το μέλλον της χώρας στην εκτελεστική εξουσία, η ψήφος εμπιστοσύνης το Νοέμβριο του 2011 σε μια κυβέρνηση που ομολογημένα επρόκειτο να καταργηθεί λίγες μέρες μετά, η τάση για συνταγματοποίηση πολιτικών με χαρακτήρα έκτακτης προσαρμογής και παρέκκλισης. Ισότητα είναι οι διαπραγματεύσεις με τους εφοπλιστές για να δώσουν κάτι παραπάνω, αλλά όχι και με τους συνταξιούχους, οι οποίοι απλώς διατάσσονται ή η υπερφορολόγηση εκείνων των ελεύθερων επαγγελματιών που δηλώνουν το σύνολο των εισοδημάτων τους επειδή η εφορία δεν μπορεί να ελέγξει τη φοροδιαφυγή των υπολοίπων. Δικαιοσύνη είναι ο περιορισμός των εργασιακών δικαιωμάτων χωρίς καμία προσπάθεια να υποστηριχθεί ότι το νέο χαμηλότερο επίπεδο προστασίας είναι επαρκές στην ουσία του και όχι απλώς οικονομικά βιώσιμο για τις επιχειρήσεις.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά όμως η δημοκρατία χάνει το ουσιαστικό περιεχόμενό της, οι λέξεις το νόημά τους και το πολιτικό σύστημα το λόγο ύπαρξής του.

Ο ρόλος των διαφόρων τμημάτων του πολιτικού συστήματος

Τα παραπάνω βέβαια δεν λειτουργούν με αυτόματο τρόπο ούτε νομοτελειακά. Οι συνέπειες ακόμη και των πιο «εξωτερικών» γεγονότων μεταφράζονται και διαμεσολαβούνται στην ελληνική κοινωνία από τους βασικούς δρώντες του πολιτικού συστήματος, από κόμματα και πρόσωπα. Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνουν δύο παρατηρήσεις:

1) Τα κυρίαρχα κόμματα της τριακονταετίας που ακολούθησε τη μεταπολίτευση, δεν παρεμβαίνουν σήμερα για την αναίρεση των παραπάνω αιτιών. Τις αντιλαμβάνονται ως αναπόδραστες και κινούνται με στόχο την επιβολή τους και την ιδεολογική και πρακτική υπεράσπισή τους. Δείχνουν απόλυτη απροθυμία να αναλάβουν τις ευθύνες τους για τη σημερινή κατάσταση, αναζητούν διαρκώς αποδιοπομπαίους τράγους στο λαό και υπερασπίζονται φανατικά το πολιτικό προσωπικό που για δεκαετίες, σύμφωνα με τα όσα παραδέχτηκε ο Θ. Πάγκαλος στη γνωστή δήλωσή του, ενορχήστρωνε «μία πρακτική αθλιότητας, εξαγοράς και διασπάθισης του δημοσίου χρήματος». Είναι το ίδιο ακριβώς προσωπικό που εξακολουθεί να επιθυμεί να πληρώνεται με χιλιάδες ευρώ μηνιαίως για να μας σώσει από τον εαυτό του.

Στην ίδια λογική κινούνται και άλλοι θεσμοί του κράτους, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την ταχύτατη προσαρμογή της δικαστικής εξουσίας στη νέα λιγότερο ελεύθερη πραγματικότητα, στη λογική που επιβάλλει η κυβέρνηση για πιο περιοριστική ερμηνεία του νομικού πλαισίου και για λιγότερες δυνατότητες ελέγχου και αμφισβήτησης της εκτελεστικής εξουσίας διά της δικαστικής οδού, κάτι που ακυρώνει τη δυνατότητα αυτός ο πυλώνας να λειτουργήσει υποστηρικτικά στο κύρος του πολιτικού συστήματος, σε μια στιγμή καταχρηστικής δράσης των κυβερνήσεων.

Αντίστοιχες παρατηρήσεις θα μπορούσε να κάνει κανείς και για τα ΜΜΕ, που χωρίς πολλή δυσκολία υιοθετούν τον νέο λόγο του συστήματος και σπεύδουν να αποποιηθούν αξίες που μέχρι χτες υποτίθεται ότι θεωρούσαν θεμελιώδεις. Περιορίζεται η κάλυψη και η πολύπλευρη ανάλυση των κοινωνικών αντιστάσεων, εξαφανίζεται η έρευνα από τα μεγάλα μέσα, εκπομπές της δημόσιας τηλεόρασης κόβονται επειδή επισήμαναν ότι ένας υπουργός έμεινε με τις δηλώσεις του πολιτικά έκθετος για τη στάση του σε ένα κορυφαίο ζήτημα δημοκρατίας – το οποίο παρεμπιπτόντως δεν είχε συγκινήσει τα ελληνικά μέσα. Διαβάζοντας κανείς τα κύρια άρθρα των μεγάλων εφημερίδων δεν θα συναντήσει μόνο πράγματα που θα ήταν αδιανόητα μερικά χρόνια πριν, όπως π.χ. οι αναφορές σε πραξικοπήματα, αλλά θα διαπιστώσει επίσης ότι στα κείμενα των κατεξοχήν σοβαρών εντύπων έχουν πλέον εμφιλοχωρήσει χοντροκομμένες ανακρίβειες, εμμονικές αναλύσεις και μια απαξίωση ακόμα και του συντηρητικού κοινωνικού φιλελευθερισμού που παλαιότερα υπερασπίζονταν. Φυσικά, και πάλι η κίνηση αυτή δεν μπορεί να ιδωθεί ξεχωριστά από τις εκλεκτικές συγγένειες που είχαν αναπτύξει τα συγκροτήματα του τύπου με την πολιτική εξουσία όλο το προηγούμενο διάστημα.

Τέλος, στην ίδια κατηγορία θα πρέπει να ενταχθεί και η προσπάθεια των θεσμών της ΕΕ να χειραγωγήσουν τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, με δηλώσεις πριν τις εκλογές του Ιουνίου, αλλά και αφήνοντας να εννοηθεί ότι η Ευρώπη πιθανώς δεν θα ήταν διατεθειμένη ούτε καν να αναγνωρίσει και να σεβαστεί τελικά μια κυβέρνηση που θα αναιρούσε το μνημόνιο, ακόμη κι αν είχε σαφή λαϊκή εντολή προς τούτο.

2) Παρότι η κρίση του πολιτικού συστήματος επηρεάζει όσους κινούνται μέσα σε αυτό, δεν το κάνει για όλους στον ίδιο βαθμό. Το τμήμα της αριστεράς που αναγνωρίζει τα παραπάνω αίτια της πολιτικής κρίσης και επιδιώκει μια υπέρβαση του συστήματος που τη δημιουργεί, καθώς και μια εναλλακτική παρέμβαση στο οικονομικό πεδίο, δεν βιώνει την ίδια αξιολογική φθορά. Μπορεί αυτό να είναι προφανές στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, που αποκτά πλέον, λόγω της διαχρονικής σταθερότητας του ενωτικού του λόγου, σημαντικό λαϊκό έρεισμα, όμως το ίδιο ισχύει εξίσου για το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Παράλληλα, η κατάρρευση της αξιοπιστίας των βασικών δρώντων του δικομματικού συστήματος που διαμορφώθηκε μετά τη μεταπολίτευση και η στροφή τους προς πιο αυταρχικές μεθόδους επιβολής της εξουσίας, οδηγεί στην εντυπωσιακή ενίσχυση της ακροδεξιάς. Η Χρυσή Αυγή, αξιοποιώντας την περιθωριακή της θέση τα προηγούμενα χρόνια, ενισχύει την επιρροή της και αξιοποιείται από το σύστημα προκειμένου να διασφαλιστεί η αναπαραγωγή του στην κατεύθυνση του αυταρχικού κρατισμού. Με άλλα λόγια, το αυτοαποκαλούμενο «υπεύθυνο κέντρο» δεν απέχει εξίσου από τα λεγόμενα «άκρα», για να χρησιμοποιήσουμε την τρέχουσα απλουστευτική ορολογία. Κατευθύνει προνομιακά τις εξελίξεις προς τα δεξιά, κάτι αναπόφευκτο από τη στιγμή που τα σχέδια εξουσίας που εκπονεί βρίσκονται υπό τη σαφή ηγεμονία νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων (όπως π.χ. για την περιστολή της δημοκρατίας, τη μείωση της φορολογίας των πλουσίων, την κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων κ.λπ.).

Παρ’ όλα αυτά θα ήταν θετικό, να βρισκόταν ένας κοινός τρόπος αντιμετώπισης του ακροδεξιού φαινομένου από όλες τις δυνάμεις. Πιστεύω πως, παρά τις δυσκολίες, κοινό τόπο θα μπορούσε να αποτελέσει μια προσπάθεια που θα εστίαζε στην αντιμετώπιση του γενικότερου εκφασισμού της κοινωνίας, την άρνηση της δημαγωγίας της θεωρίας των άκρων και την προώθηση του εκδημοκρατισμού του κράτους και των σωμάτων ασφαλείας.

Βασικές προϋποθέσεις υπέρβασης της κρίσης

Τι πρέπει να γίνει λοιπόν για να βγούμε από την πολιτική κρίση; Απαιτείται κατ’ αρχάς να αναγνωρίσουμε ότι η σωτηρία του πολιτικού συστήματος είναι ακριβώς η βαθιά αλλαγή του και όχι η τοποθέτησή του στη φορμόλη. Είναι η ενίσχυση της δημοκρατίας και όχι ο περιορισμός της. Είναι η αλλαγή της οργάνωσης της κοινωνίας και της οικονομίας. Όποιος σε αυτή τη φάση επιθυμεί πραγματικά να μην κυλήσει η χώρα στον αυταρχισμό ή ακόμη χειρότερα στην ηγεμονία της ακροδεξιάς, όποιος θεωρεί ότι είναι καλύτερο να λειτουργεί η δημοκρατία ακόμη και όταν η πλειοψηφία επιθυμεί διαφορετική πολιτική από τη δική του και του αποδίδει ευθύνες για την σημερινή κατάσταση, οφείλει να πάρει θέση απέναντι στον εκφυλισμό που μεθοδικά επιχειρείται σήμερα. Οφείλει από θέση αρχής να αντιταχθεί στον αυταρχισμό, στην αποστέωση των θεσμών του κράτους, στην ασυλία των υπευθύνων, στη δημαγωγία της εξουσίας.

Συχνά, ως αιτιολογία για την αποφυγή μιας τέτοιας στάσης προβάλλονται οι πολιτικές διαφωνίες, οι αδυναμίες της αριστεράς, η συλλογική ευθύνη όλης της κοινωνίας για την εξέλιξη των πραγμάτων. Οπωσδήποτε, οι άνθρωποι, τα κόμματα, οι θεσμοί και το πολιτικό προσωπικό δεν μπαίνουν στη διαδικασία αυτή αποκαθαρμένοι από το παρελθόν τους. Κουβαλάνε (συχνά μάλιστα σαν βαρίδι) όσα έκαναν και δεν έκαναν τις τελευταίες δεκαετίες, τις νοοτροπίες που καλλιέργησαν ή ανέχτηκαν[2]. Αυτό όμως δεν αναιρεί την προηγούμενη διαπίστωση. Η πολιτική κινητικότητα που περιέγραψα νωρίτερα υπάρχει ανεξάρτητα και πέρα από αυτά. Από τη στιγμή που αποκαλύπτεται ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός, ακόμη και ο πιο πιστός υπήκοος οφείλει να αναγνωρίσει αυτή την πραγματικότητα και, θέλοντας και μη, επαναπροσδιορίζει τη στάση του. Διαφορετικά θα κατασκευάζαμε μια α-κοινωνική θεωρία της κοινωνίας, όπου θα θεωρούσαμε ότι όλα είναι παγιωμένα, κάθε αλλαγή στάσης ψευδεπίγραφη και τελικά η μόνη ελπίδα να αλλάξει μια χώρα θα ήταν να κάνει εισαγωγή ενός νέου λαού από το εξωτερικό.

Αυτό δεν σημαίνει, σε καμία περίπτωση, ότι η αριστερά (στην οποία συνειδητά δεν αναφέρεται ιδιαίτερα το παρόν κείμενο) δεν έχει να ξορκίσει τις δικές της ευκολίες, ακόμη και ιδεοληψίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ ιδιαίτερα έχει επιπλέον να αναμετρηθεί με έναν νέο θεσμικό ρόλο, που απαιτεί ένα πέρασμα από την κριτική στην υλοποίηση πολιτικής –έστω και από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης–, αλλά και την απόκρουση της γοητείας που ασκεί το βόλεμα της εξουσίας. Η συζήτηση αυτή είναι απολύτως θεμιτή και έγκυρη, φοβάμαι όμως ότι έχει νόημα μόνο εφόσον κάποιος έχει αποδεχτεί μια ανάλυση σαν την προηγούμενη και έχει ταχθεί υπέρ της ριζικής αλλαγής του πολιτικού συστήματος. Διαφορετικά καταντά προσχηματική.

Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμάμε ότι όλες αυτές οι μεταβολές θα πρέπει να συμβούν όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, μιας και ζούμε σε έναν αλληλοεξαρτώμενο κόσμο, γι’ αυτό και οι εξελίξεις στη χώρα μας έχουν τεράστια σημασία. Έτσι, το να χαράζουμε πολιτική χωρίς να βάζουμε στην εξίσωση το πώς οι κινήσεις μας μπορούν να συναντηθούν με ένα πανευρωπαϊκό ρεύμα που θα επαναθεμελιώσει την Ευρώπη σε μια διαφορετική λογική ­–των εργαζομένων, της κοινωνίας, της ειρήνης και της ελευθερίας– αποτελεί σοβαρό αναλυτικό και πολιτικό λάθος.


Ο Παναγιώτης Πάντος είναι μέλος ΔΣ του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς

______________________

Σημειώσεις

[1] Κατά τη συγγραφή της εισήγησης αυτής άντλησα έμπνευση και πολύτιμες ιδέες από συζητήσεις με τον Χάρη Γολέμη, τη Δώρα Κοτσακά, τον Λουδοβίκο Κωτσονόπουλο και τον Αλέξανδρο Μπίστη, τους οποίους και ευχαριστώ θερμά.

[2] Θα πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι η τελευταία τριακονταετία δεν έχει να επιδείξει μόνο πολιτικές καταστροφές, διεφθαρμένο συνδικαλισμό, οργανωμένες μειοψηφίες και εκφυλιστικά κινήματα, όπως ισχυρίζεται η κυρίαρχη αφήγηση. Περιλαμβάνει και τους εμβληματικούς αγώνες των νέων για την παιδεία, από τις καταλήψεις του ’90-’91 στο κίνημα κατά της μεταρρύθμισης Αρσένη και στη συνέχεια στην σωτηρία του άρθρου 16 και του δημόσιου πανεπιστημίου. Περιλαμβάνει πάμπολλους αγώνες σε μικρούς και μεγάλους εργασιακούς χώρους για τη σωτηρία θέσεων εργασίας και τη διασφάλιση εργασιακών δικαιωμάτων (π.χ. καθηγητές σχολείων, ναυπηγεία, τράπεζες, Πάλκο  κ.ά.). Περιλαμβάνει κομβικούς αγώνες για το περιβάλλον, όπως η αποτροπή της εκτροπής του Αχελώου, η αποκάλυψη της ρύπανσης στον Ασωπό, η αντίσταση στα χρυσωρυχεία της Χαλκιδικής. Όλα τα παραπάνω δεν μπορεί παρά να εντάσσονται στα φωτεινά παραδείγματα της περιόδου, από τα οποία θα μπορούσε η σημερινή κοινωνία να αντλεί αισιοδοξία και αυτοεκτίμηση. Οι λόγοι της αποσιώπησής τους είναι προφανείς.

Πηγή: www.rednotebook.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου